Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παράθυρον, τὸ


Ερμηνεία:

παράθυρα, τα (τοῦ παραθύρου, τὰ  παράθυρον) [άνοιγμα ποικοίλων διαστάσεων σε τοίχο κατοικίας που βρίσκεται δίπλα από την θύρα ή άλλου κλειστού χώρου, όπως κάποιου μεταφορικού μέσου, το κούφωμα από ξύλο ή μέταλλο με τα τζάμια που κλείνουν το παράθυρο (παραθυρόφυλα)] 



Ετυμολογία:

[< παρά + (Όμηρ.) θύρη < θύρα (άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος σε κατοικία) < παραθύρα < παράθυρο]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

....ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: